Νίκη στην Ιντιφάντα!Αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό!

Νίκη στην Ιντιφάντα!Αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό!

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Ιστορικό αφιέρωμα στις κινητοποιήσεις της αγροτιάς: 1925, η εξέγερση των Τρικάλων

κόπι πέιστ απο Erodotos Weblog

ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1925
Η λαϊκή αγροτική εξέγερση των Τρικάλων

 
 
 
 
 
ο «Ριζοσπάστης» την περίοδο του ξεσηκωμού του Κιλελέρ





«Ο τίτλος ιδιοκτησίας του αγρότη είναι το μαγικό μέσο, που μ’ αυτό, το κεφάλαιο τον κρατά κάτω από τη γοητεία του, το πρόσχημα που μ’ αυτό τον διεγείρει ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο. Μόνο η πτώση του κεφαλαίου μπορεί να σηκώσει τον αγρότη. Μόνο μια αντικεφαλαιοκρατική, μια προλεταριακή κυβέρνηση μπορεί να σπάσει την οικονομική του αθλιότητα, τον κοινωνικό του εξευτελισμό».Καρλ Μαρξ1
Στις 3 του Φλεβάρη του 1925 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε ένα τηλεγράφημα από την Καρδίτσα, που έφερε την υπογραφή του μετέπειτα, στα χρόνια της Κατοχής, Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Γ. Σιάντου. Το τηλεγράφημα αναφερόταν σε όσα είχαν συμβεί στα Τρίκαλα μία μέρα πριν. Ελεγε συγκεκριμένα: «Σήμερον εργάται και αγρόται Τρικάλων θελήσαντες να υποβάλουν Νομάρχην αιτήματα απαλλοτριώσεως τσιφλικίων εδέχθησαν επίθεσιν με πολυβόλα. Οι στρατιώται ηρνήθησαν να πυροβολήσουν τους αδελφούς των. Κατόπιν τούτου εσχηματίσθη λόχος αξιωματικών όστις και έβαλε με όπλα και πολυβόλα κατά του αόπλου πληθυσμού, εξ ων εφονεύθησαν και επληγώθησαν περί τους 25 εργάται και αγρόται. Η εγκληματική αυτή στάσις των αρχών Τρικάλων επροκάλεσε φρίκην εις την κοινωνίαν και έξαψιν πνευμάτων μεταξύ εργατών και αγροτών, ζητούντων εκδίκησιν του αίματος των αδελφών των. Εκτακτος αμαξοστοιχία μετέφερεν νύκτα στρατεύματα εκ Λαρίσης εις Τρίκαλα. Αναμένονται σοβαρά γεγονότα». Χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για γεγονότα πάρα πολύ σοβαρά, τα οποία για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε οφείλουμε να τα εξετάσουμε στο πλαίσιο του γενικότερου αγροτικού ζητήματος που ταλάνιζε τη Θεσσαλία αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα, από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους.
Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία



Η Θεσσαλία μαζί με ένα κομμάτι της Ηπείρου παραχωρήθηκε στην Ελλάδα το 1881 στο πλαίσιο του Συνεδρίου των μεγάλων δυνάμεων στο Βερολίνο. Είχαν προηγηθεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 και οι εξεγέρσεις των ελληνικών πληθυσμών σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Ηπειρο και Κρήτη. Αλλά εκείνο που καθόρισε τις προαναφερόμενες παραχωρήσεις στην Ελλάδα ήταν ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως η πρόθεση της Αγγλίας να φράξει το δρόμο της Ρωσίας στα Βαλκάνια2.Στη Θεσσαλία εκείνη την εποχή όλος ο κάμπος ήταν μοιρασμένος σε τσιφλίκια. Μόνο στα ορεινά μέρη υπήρχαν μικροϊδιοκτησίες. «Εκείνοι που δούλευαν τα τσιφλίκια – γράφει ο Γ. Κορδάτος3 - λέγονταν κολίγοι. Αυτοί ήταν η μεγάλη μάζα των αγροτών καλλιεργητών. Κοντά όμως σ’ αυτούς υπήρχαν και οι παρακεντέδες (αραμπατζήδες και μεροκαματιάρηδες γεωργοί) και οι κουλουκτζήδες (γεωργοϋπηρέτες). Από το μέρος του τσιφλικά πάντα βρισκόταν στο χτήμα ο επιστάτης. Πολλές φορές ήταν και δυο και είχαν και φρουρά, οπλισμένους Αρβανίτες που έκαναν τον αγροφύλακα, μα το πιο πολύ ήταν φύλακες του αφεντικού και της επιστασίας. Ο επιστάτης, όπως και ο τσιφλικάς όταν έμενε στο τσιφλίκι, έμενε στο κονάκι ή στον πύργο, που ήταν σπίτια καλοφτιαγμένα και μεγάλα, με όλες τις ευκολίες και τις ανέσεις. Μακριά όμως από την επιστασία (το σπίτι που έμεναν οι επιστάτες) και το κονάκι ή τον πύργο του τσιφλικά υπήρχαν και κάτι τρώγλες-χαμόσπιτα που μένανε οι κολιγάδες. Και τι τρώγανε; Πώς τρέφονταν; Εδώ είναι που σφίγγεται η καρδιά κάθε τίμιου ανθρώπου όταν αντικρίσει και σήμερα ακόμη τον οικογενειακό βίο του Θεσσαλού φτωχοαγρότη».
Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, η κατάσταση πάνω στο αγροτικό ζήτημα καθόλου δεν άλλαξε. «Με την πραγματοποίησιν της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας – γράφει Δ. Πουρνάρας4 - οι νέοι κάτοικοι του ελεύθερου ελληνικού κράτους, αγρόται εις την μεγάλην των πλειοψηφίαν και προ παντός ακτήμονες καλλιεργηταί, επίστευσαν ότι μαζύ με την εθνικήν των ελευθερίαν θα απέκτων και την απαλλαγήν των από τον ζυγόν και την σκληράν εκμετάλλευσιν των τσιφλικιούχων, εις τα κτήματα των οποίων ειργάζοντο ως ανδράποδα, πλουτίζοντες τους μπέηδες και τους Ελληνες ιδιοκτήτας των μεγάλων τσιφλικιών του κάμπου. Ηπατήθησαν όμως οικτρώς οι δυστυχείς κολίγοι της νέας Ελληνικής Επαρχίας. Οι εκμεταλλευταί των τσιφλικιούχοι διέθετον πλούτη και πολιτικήν δύναμιν και δεν ηδύναντο να εκτοπισθούν από τους πτωχούς και ανίσχυρους αγρότας».

Ο Δ. Μπούσδρας προσθέτει5: «Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα, υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων… Κατώκουν (σ.σ. οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου…».Τέτοια ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν άλλωστε κορυφαίοι αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ. Παπαναστασίου, για παράδειγμα, σε μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την άνοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε άλλα6:
Ο Μαρίνος Αντύπας

«Κατά τον επικρατούντα εις την Θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δευτέρα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών… Εις την Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».Με τέτοια την κατάσταση στο θεσσαλικό κάμπο, το έδαφος ήταν αρκετά γόνιμο για να φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολίγων με βασικό αίτημα την απαλλοτρίωση και το μοίρασμα των τσιφλικιών. Το σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος των τσιφλικιών λέγεται ότι το έριξε πρώτη η εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλλαν με όλες τους τις δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής σαν τον Μαρίνο Αντύπα, ο οποίος στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι τσιφλικάδες στις 9/3/1907. Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν, επίσης, και οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου, ενώ σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909), που ως γεγονός συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον αγώνα, αν και ως προς τα αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο.
Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Ετσι, φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο «Γεωργικός Σύλλογος» και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και στα Τρίκαλα.
Κάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Γ. Τρικαλινό στη Λέρο

«Οσο τα τσιφλίκια εξακολουθούν να μένουν αμοίραστα – σημειώνεται σε μια παλιά μπροσούρα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος (ΑΚΕ)7 - κι όσο συνεχίζει η άθλια κατάστασή τους, τόσο και πιο πολύ οι Θεσσαλοί κολίγοι ξεσηκώνονται και με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις διεκδικούν το δίκιο τους.Απ’ το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται αναμμένο ηφαίστειο, έτοιμο να ξεσπάσει. Οι αγρότες της Θεσσαλίας βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση. Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα σε Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σ’ όλο το θεσσαλικό κάμπο. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι “αγροτόπαιδα” γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους δουλευτάδες της θεσσαλικής γης, τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τους καλούν σε ομαδικό αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια που θα γίνουν σ’ όλες τις θεσσαλικές πόλεις… Η αγανάκτηση των εξεγερμένων κολίγων κορυφώθηκε τόσο ώστε άρχισαν να ξεσπούν σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του κράτους τους».
Ετσι φτάσαμε στην εξέγερση της αγροτιάς στο Κιλελέρ το Μάρτη του 1910, η οποία πνίγηκε στο αίμα από την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Ας δούμε εν συντομία αυτό το σπουδαίο γεγονός-σταθμό στην ιστορία του αγροτικού κινήματος.
Το μακελειό της 6ης Μάρτη 1910


Συγκέντρωση εργατών και αγροτών στη Λιβαδειά το Μάη του 1919

Στις 6/19 Μάρτη του 1910, ημέρα Σάββατο, πριν καλά – καλά ξημερώσει, οι κολίγοι απ’ άκρη σ’ άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και κόκκινες σημαίες, ξεκίνησαν έχοντας ως προορισμό το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του δήμου Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου8.Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της Λάρισας θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο το οποίο και περίμεναν από πολύ νωρίς στο σταθμό του Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) και του Τσουλάρ (σημερινή Μελία).
Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε στη Λάρισα, χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι – ύστερα από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη που έτυχε να ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία – τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια, βρίζοντας χυδαία τους κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαρίσματα, ενώ ορισμένοι άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από μέρους του Πολίτη συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.
Αγρότες της Καρδίτσας στα σίδερα γιατί ξεσηκώθηκαν να διαφεντέψουν τη γη και το ψωμί τους. Μαζί τους κι ο παπάς, μαζί τους κι ο γιατρός

Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Το αίμα κυλάει άφθονο.Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος βλέποντας πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά τη μη υποβολήν και επιψήφισιν του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η Κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»9.
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Η μία δίκη για τα αιματηρά γεγονότα στο Κιλελέρ, το Τσουλάρ και τη Λάρισα – με κατηγορούμενους 25 αγρότες και αγροτιστές – έγινε στη Λαμία. Η δεύτερη με κατηγορούμενους 35 αγρότες και αγροτιστές για το συλλαλητήριο της 27ης Φλεβάρη στην Καρδίτσα έγινε στο κακουργιοδικείο της Χαλκίδας. Οι κατηγορούμενοι αγρότες αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος.
Μετά το Κιλελέρ
Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Στα 1911 η κυβέρνηση του Βενιζέλου απαγόρευσε τις εξώσεις των κολίγων από τα τσιφλίκια, ενώ στην αναθεώρηση του Συντάγματος πέρασε διάταξη που έδινε τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών όχι μόνο για λόγους «δημόσιας ανάγκης», αλλά και για λόγους «δημόσιας ωφέλειας»10. Τυπικά τουλάχιστον ο δρόμος ήταν ανοικτός για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, αλλά η πολιτική ηγεσία της αστικής τάξης, με επικεφαλής τον Βενιζέλο δεν είχε την πρόθεση να προχωρήσει στην υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής πολύ περισσότερο που η μεγάλη ιδιοκτησία γης εκείνη την εποχή δεν ήταν απλά φεουδαρχικό υπόλειμμα αλλά, κυρίως, μετασχηματισμός αυτού του υπολείμματος σε οικονομική δραστηριότητα της αστικής τάξης πάνω στη γη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1907 έως το 1914 το κράτος απαλλοτρίωσε μόλις 54 τσιφλίκια, δηλαδή το ένα δέκατο των τσιφλικιών της Θεσσαλίας.
Με τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνική επικράτεια σχεδόν διπλασιάζεται, το πρόβλημα της μεγάλης γαιοκτησίας παίρνει μεγάλες διαστάσεις και η ανάγκη ρύθμισή τους καθίσταται επιτακτική, δεδομένου ότι πιεστικά προβάλλει και το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων που έχουν δημιουργήσει οι πόλεμοι. Λίγο αργότερα, βέβαια, το προσφυγικό θα αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών.
Το 1917 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προωθεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση των κτημάτων που ξεπερνούσαν τα 1.000 στρέμματα και κατοχυρώνει νομικά το δικαίωμα των κολίγων και των εργατών γης να πάρουν γη είτε από απαλλοτριωμένα τσιφλίκια είτε από γαίες του Δημοσίου. Εντούτοις, δεν απαλλοτριώθηκε κανένα μεγάλο τσιφλίκι μέσα στο 1917, ενώ στα 1918 απαλλοτριώθηκε μόνο ένα11. «Ο Βενιζέλος – γράφει ο Κορδάτος12 - έκανε πάλι το φιλοαγρότη, αλλά ο φιλοαγροτισμός του ήταν στα χαρτιά. Επρεπε ν’ αναγκαστεί από την πίεση των κολλιγάδων για να απαλλοτριώσει τα μεγάλα τσιφλίκια».
Το ζήτημα των απαλλοτριώσεων των τσιφλικιών φαίνεται να μπαίνει σε κίνηση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και υπό την πίεση του προσφυγικού προβλήματος που αποκτάει ασφυκτικό χαρακτήρα. Ετσι η κυβέρνηση Πλαστήρα στις 15 Φεβρουαρίου του 1923 υιοθετεί διάταγμα το οποίο, μεταξύ άλλων, έδινε τη δυνατότητα να αρχίζει η απαλλοτρίωση πριν την καταβολή αποζημίωσης. Αλλο επίσης διάταγμα αναφορικά με τις απαλλοτριώσεις τσιφλικιών προωθείται το Νοέμβρη του 1925. Εντούτοις, οριστική λύση του προβλήματος δε δίνεται13. Σύμφωνα με τη γεωργική απογραφή του 1929, ένας πολύ μικρός αριθμός γαιοκτημόνων συνέχιζε να ελέγχει τεράστιες εκτάσεις. Για παράδειγμα, 397 γαιοκτήμονες είχαν ο καθένας καλλιεργούμενες εκτάσεις πάνω από 5.000 στρέμματα, 1041 γαιοκτήμονες είχαν ο καθένας από 1.000 έως 5.0000 στρέμματα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών αρκούνταν σε μικρές και συχνά μη βιώσιμες οικονομικά εκτάσεις αφού 358.718 απ’ αυτούς είχαν από 1 έως 10 στέμματα καλλιεργήσιμης γης και άλλοι 334.618 αρκούνταν σε καλλιεργήσιμη γη από 11 έως 30 στρέμματα14. Το χαρακτηριστικό, πάντως, αυτής της περιόδου, της περιόδου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι ότι το αγροτικό ζήτημα συνδέεται όλο και περισσότερο με το κοινωνικό ζήτημα, με την οργανωμένη πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη.
Το αγροτικό ως μέρος του κοινωνικού ζητήματος
Το Νοέμβρη του 1918, κάτω από την ισχυρή ώθηση της Οχτωβριανής Επανάστασης, η ελληνική εργατική τάξη αποκτούσε το δικό της κόμμα με την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Επρόκειτο για ένα σημαντικό γεγονός και για τους Ελληνες αγρότες, δεδομένου ότι η εργατική τάξη καθιστούσε σαφές μέσω του κόμματός της ότι είχε πρόγραμμα και για την αγροτιά. Συγκεκριμένα, το συνέδριο διακήρυξε το αίτημα της εθνικοποίησης «των τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων και την παραχώρισίν των εις τας κοινότητας των καλλιεργητών»15. Αργότερα, στο έκτακτο συνέδριό του, το 1920 το ΣΕΚΕ υιοθέτησε τη θέση της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών χωρίς αποζημίωση και απόδοσή τους στους αγρότες που τα εδούλευαν16.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το εργατικό κίνημα κατάφερε να ισχυροποιήσει τους δεσμούς του με την αγροτιά. Ο πόλεμος είχε φέρει πολύ κοντά εργάτες και αγρότες – που αποτελούσαν άλλωστε τη συντριπτική πλειοψηφία του στρατού – και τους είχε θέσει περίπου κάτω από τα ίδια προβλήματα, σε παρόμοιες συνθήκες εξαθλίωσης. Η ειρήνη δε, ήταν ακόμη οδυνηρότερη από τις πολεμικές συγκρούσεις. Στρατιώτες γύριζαν στα σπίτια τους, στις πόλεις και στα χωριά, τσακισμένοι και διαλυμένοι, μην έχοντας από πού να κρατηθούν, χωρίς δουλιά, χωρίς μέλλον, με τη δυστυχία να καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη τον ορίζοντα. Σ’ αυτές τις συνθήκες άρχισε να αναπτύσσεται με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών.
Η Ενωση Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Πολέμου, ιδρύθηκε το Σεπτέμβρη του 1922, με πρωτοβουλία στελεχών του Κόμματος. Η Ενωση συνδέθηκε με τη Διεθνή των Παλαιών Πολεμιστών, που είχε έδρα της το Παρίσι. Πολύ γρήγορα, η Ενωση δημιούργησε 400 περίπου τμήματα σ’ όλη τη χώρα με πολλές χιλιάδες μέλη. Κυκλοφόρησε και δική της εφημερίδα, τον «Παλαιό Πολεμιστή», που είχε φτάσει να πουλάει 20.000 φύλλα. Η Ενωση πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη ενός ευρύτατου κινήματος για τη διανομή των τσιφλικιών στους ακτήμονες και την αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων από τη Μ. Ασία17. Ειδικότερα το 1925 το αγροτικό κίνημα με την καθοδήγηση των οργανώσεων της Ενωσης Παλαιών Πολεμιστών γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.
Η πρώτη μεγάλη εκδήλωση στην περίοδο που εξετάζουμε γίνεται στη Θεσσαλία. «Το Γενάρη του 1925 – γράφει ο Χρ. Βραχνιάρης18- οργανώνεται στη Λάρισα μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο απ’ όλα σχεδόν τα χωριά και τις κωμοπόλεις του Νομού. Οι αγρότες κατεβαίνουν στην πόλη με μαύρες σημαίες και με συνθήματα υπέρ της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών. Επικεφαλής τους είναι οι παλαιοί πολεμιστές. Επακολουθούν συγκρούσεις με τις δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής.
Λίγο αργότερα, 20.1.1925, πραγματοποιείται μαζικό συλλαλητήριο στη Λιβαδειά. Επικεφαλής βρίσκονται και δω παλαιοί πολεμιστές. Η αστυνομία επεμβαίνει και κάνει συλλήψεις. Οι διαδηλωτές όμως κυκλώνουν την αστυνομία και απελευθερώνουν τους συλληφθέντες. Για ένα μικρό διάστημα κυριαρχούν στην πόλη. Ακολουθούν, οι καταλήψεις μοναστηριακών σε Θεσσαλία και Βοιωτία. Οι αγρότες οπλισμένοι με τα αγροτικά τους εργαλεία – καταλαμβάνουν τα μοναστηριακά κτήματα στο Καζακλάρ (Αμπελώνας), Καρατζόλι, (Αργυροπούλι), Στεβένικα (Βοιωτίας). Οι εκδηλώσεις αυτές φτάνουν στο αποκορύφωμά τους με την κατάληψη των μοναστηριακών κτημάτων στο Καστράκι Καλαμπάκας και τη μεγάλη παλαιοπολεμιστική – αγροτική κινητοποίηση στα Τρίκαλα στις 2 Φλεβάρη 1925».
Η εξέγερση στα Τρίκαλα το Φλεβάρη του ‘25
Τα Τρίκαλα το 1925 ήταν μια μεγάλη επαρχιακή πόλη σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής. Είχε πάνω από 20 εργοστάσια (δύο μεγάλα εργοστάσια υφαντουργίας, ένα καπνεργοστάσιο, μια βιομηχανία πούρων, τέσσερα εργοστάσια ξυλουργικής, εργοστάσια ζαχαροπλαστικής, χαλυβουργίας κλπ.), πιστωτικά ιδρύματα (υποκαταστήματα των τραπεζών Εθνική, Εμπορική, Αθηνών και τοπικές τράπεζες), ενώ ο πληθυσμός της ήταν γύρω στις 23.000 κατοίκους19. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια τοπική κοινωνία, που, όμως, ήταν ταξικά διαφοροποιημένη και συνεπώς, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, πολιτικοποιημένη. Ισχυρή δύναμη στην πόλη είχε το ΚΚΕ, η Κομμουνιστική Νεολαία και φυσικά η Ενωση των Παλαιών Πολεμιστών. Στον αστικό χώρο κυριαρχούσαν οι παρατάξεις των βενιζελικών και των αντιβενιζελικών, με εκφραστές τους τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά τζάκια της περιοχής.
Οπως ήταν φυσικό – και λόγω των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων – τα λαϊκά προβλήματα στην περιοχή ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα. Οι αμοιβές των εργατών ήταν πολύ χαμηλές, η εργάσιμη ημέρα ξεπερνούσε τις 10 ώρες και η αργία της Κυριακής δεν εφαρμοζόταν παντού. Οι αγρότες ήταν σκλάβοι της αστοτσιφλικάδικης ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριώσεις παρά τους νόμους δεν προχωρούσαν. Μεγάλος τσιφλικάς στην περιοχή των Τρικάλων αυτή την εποχή είναι η Εκκλησία και συγκεκριμένα τα μοναστήρια που επί Τουρκοκρατίας έπαιρναν τα χτήματα των χριστιανών για να τους προστατεύσουν από τους Τούρκους, αλλά μετά την απελευθέρωση δεν τα επέστρεψαν στους δικαιούχους τους. Γι’ αυτό κι ένα από τα βασικά αιτήματα των αγροτών εκείνη την εποχή ήταν να τους επιστραφούν τα χτήματά τους από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες. Δεινή, για την εποχή που εξετάζουμε, ήταν και η θέση των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης, που περίμεναν να ζήσουν από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, τους αγρότες και τους εργάτες, δηλαδή από τάξεις και κοινωνικά στρώματα, τα οποία ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με το γυρισμό δηλαδή των εξαθλιωμένων στρατιωτών και την εισροή χιλιάδων προσφύγων
Τέτοια ήταν η κατάσταση σε γενικές γραμμές, όταν το Φλεβάρη του ‘25 ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση του λαού των Τρικάλων.
Της εξέγερσης των Τρικάλων είχε προηγηθεί – όπως προαναφέραμε – ο ξεσηκωμός του λαού στο Καστράκι και η κατάληψη από τους αγρότες των μοναστηριακών κτημάτων, των κτημάτων δηλαδή που τα μοναστήρια της περιοχής είχαν κλέψει επί Τουρκοκρατίας από τους φτωχούς αγρότες. Ο ξεσηκωμός στο Καστράκι είχε αποφασιστεί από την Ενωση Παλαιών Πολεμιστών και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, γεγονός που τρομοκράτησε τις αρχές, με αποτέλεσμα να πολιορκηθεί το χωριό από δυνάμεις του στρατού και χωροφύλακες και να απειληθεί αιματοχυσία, η οποία αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. «Εκείνες τις μέρες – γράφει ο Δ. Λιβιεράτος, ο οποίος χρησιμοποιεί το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» της 9/2/1925 – η Ενωση Παλαιών Πολεμιστών Καστρακίου Τρικάλων κινητοποίησε το λαό και κατέλαβε τα μοναστηριακά χτήματα. Στο απόσπασμα χωροφυλακής που πήγε να τους βγάλει αντιστάθηκαν. Βρισκόντουσαν οπλισμένοι πίσω απ’ τους βράχους και οι χωροφύλακες υποχώρησαν. Οι δώδεκα τοπικές επιτροπές Παλαιών Πολεμιστών κάλεσαν συγκέντρωση για την επομένη στα Τρίκαλα».20
Το πρωινό της 2ας Φεβρουαρίου ήταν ένα ζεστό ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό, ενώ τα Τρίκαλα έσφυζαν από ζωή, αφού τούτη η μέρα ήταν ημέρα του παζαριού και πολλοί αγρότες είχαν μαζευτεί στην πόλη. Οι εργάτες του Εργατικού Κέντρου μοίρασαν από νωρίς το πρωί προκηρύξεις στους χωρικούς, με αιτήματα την απαλλοτρίωση των κτημάτων, κατά του πολέμου και κατά της ακρίβειας. Κατά τις δύο το μεσημέρι, οι εργάτες βγήκαν από το Εργατικό Κέντρο κρατώντας μαύρες σημαίες και λάβαρα με συνθήματα. Οι αγρότες ενώθηκαν μαζί τους και τους μίλησε ο κουρέας Σταύρος Καραγκούνης. Υστερα όλοι μαζί βάδισαν προς τη Νομαρχία, με σκοπό να επιδώσουν ψήφισμα. Εκείνο το ψήφισμα έλεγε: «Σύμπας εργατοαγροτικός λαός Τρικάλων και περιχώρων κατόπιν προσκλήσεως διά προκηρύξεων υπό Κεντρικής Ενώσεως Πολεμιστών Τρικάλων, εξηγούσας καταδίωξιν συναδέλφων Καστρακιωτών καταλαβόντας μοναστηριακά, συνελθόντες εις πάνδημον συναγερμόν ακούσαντες λόγους ρητόρων εξηγούντας καταδιώξεις εργατοαγροτών, αξιοί: 1) Αμεσον ανάκλησιν σταλέντος Καστράκιον στρατού, 2) Αμεσον απόλυσιν ηγετών εργατοαγροτικής τάξεως και δη γραμματέα Κεντρικής Ενώσεως “Μέλλον”, σιδηροδρομικών Καρβούνην 3) Επαναφοράν εξορίστων άμεσον 4) Αμεσον απαλλοτρίωσιν μοναστηριακών κτημάτων, τσιφλικίων, αυτοκαλλιεργουμένων, χωρίς αποζημίωσιν εις ακτήμονας εφέδρους και παροχήν γεωργικών εργαλείων, σπόρου, λιπασμάτων 5) Τη μη εφαρμογήν νέου δασμολογίου πλήττοντος λαϊκάς τάξεις 6) Αμεσον διάλυσιν φασιστικών οργανώσεων και καταδίωξιν οργανωτών 7) Καταδίκη εις θάνατον καταχραστών σακαράκιδων λαϊκού ιδρώτος 8) Πλήρη ελευθερίαν συνελεύσεων και συγκεντρώσεων. 9) Καταβολήν φόρου εκ πολέμου ευκόλως πλουτίσαντας. 10) Επίσης Κυβέρνησις παύσει προπαρασκευήν πολέμου καθόσον εφαρμόσωμεν σύνθημα πόλεμος κατά πολέμου.
Επιτροπή Λαού».
Κατευθυνόμενη προς τη Νομαρχία, η πορεία πέρασε από τις δυο γέφυρες, την Κεντρική και της Μαρούγκενας, τις οποίες φρουρούσαν δυνάμεις Χωροφυλακής βοηθούμενες και από διάφορους τραμπούκους (φύλακες φυλακών, αγροφύλακες και άλλους). «Μπροστά σ’ αυτές τις γέφυρες – γράφει ο Βραχνιάρης21 - για να σπάσει η ζώνη της Χωροφυλακής, δόθηκε μια πραγματική μάχη που κράτησε κάμποση ώρα, αλλά, τελικά, η ορμητικότητα των διαδηλωτών ήταν τόση μεγάλη, ώστε έσπασε τη ζώνη των χωροφυλάκων». Ετσι η λαοθάλασσα ξεχύθηκε στο δρόμο που οδηγούσε στη Νομαρχία. Φτάνοντας στη Νομαρχία, οι εργάτες και οι αγρότες ζήτησαν να βγει ο νομάρχης να του μιλήσουν. Αυτός αρνήθηκε και κάλεσε το στρατό. Εφτασε ο διοικητής του Συντάγματος Χρ. Καβράκος (αυτός που την άνοιξη του ‘41 παρέδωσε την Αθήνα στους Γερμανούς) με 100 στρατιώτες. Αρχισε η σύγκρουση με τους διαδηλωτές. Ο Καβράκος διέταξε τους στρατιώτες να πυροβολήσουν το πλήθος στο ψαχνό, αλλά τον υπάκουσαν μόνον ορισμένοι επιτελείς του και φυσικά οι χωροφύλακες, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν έξι και να τραυματιστούν πολλοί, από τους διαδηλωτές εργάτες και αγρότες. Εγιναν επίσης πολλές συλλήψεις. Από τους πρώτους νεκρούς ο Μιχ. Ράδος, εργάτης ξυλουργός, πατέρας του ταμία του Εργατικού Κέντρου, ο Γιώργος Ντάλλας, καρεκλάς, ο Νικ. Νταβάρας καπνεργάτης, ο Νικ Σταφίκος, εργάτης. Σκοτώθηκαν επίσης οι αγρότες Κων. Βουτσελάς απ’ τον Πυργετό, Δημ. Κούτρας απ’ τις Καρυές. Οι τραυματισμένοι είναι πολύ περισσότεροι. Σοβαρά τραυματισμένος στο μάτι (με σφαίρες πιστολιού Μπράουνιγκ) είναι ο Χρήστος Μπρέντας, αγρότης από το Μισδάνι, ο Γ. Πράσσας, σοφέρ από τη Λάρισα (επιπόλαια τραυματισμένος από σφαίρα Μπράουνιγκ), ο Γεώργ. Αντωνόπουλος, αγρότης απ’ το Φλαμούλι, ο Απ. Τσιτσάβας, αγρότης από την Μπάγια και άλλοι πολλοί22.
Μετά τα γεγονότα και τις στυγνές δολοφονίες των αθώων διαδηλωτών, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους εξαπέλυσαν άγρια τρομοκρατία κατά των εργατών και των αγροτών στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, ενώ στήθηκαν και δικαστικές διώξεις. Ετσι στις 31 Μαρτίου του 1925 άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης στο στρατοδικείο της Λάρισας που εντασσόταν κι αυτή στη γενικότερη επιχείρηση τρομοκράτησης του λαού, με αποτέλεσμα από τους 27 κατηγορούμενους να καταδικαστούν 13, από 8 χρόνια ειρκτή έως ένα χρόνο φυλακή. Συνολικά, το δικαστήριο επέβαλε 62 χρόνια φυλακή, και οι βαρύτερα καταδικασμένοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Κέρκυρας, για να αμνηστευτούν, σε λίγο, μετά την ανατροπή της Παγκαλικής δικτατορίας23.
Παρά την τρομοκρατία και τις καταδίκες, οι αγώνες εκείνοι δεν πήγαν χαμένοι. «Οι σκληροί αυτοί αγώνες – σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ24 - αποτέλεσαν νέο σταθμό στην ιστορία του αγροτικού κινήματος και υποχρέωσαν την κυβέρνηση, που φοβήθηκε την επέκτασή τους και στην υπόλοιπη Ελλάδα, να προβεί σε παραχωρήσεις, όπως ήταν η τροποποίηση της νομοθεσίας για τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών, η επιτάχυνση της διαδικασίας αποκατάστασης των ακτημόνων, η θέσπιση της μεικτής γεωργοκτηματικής αποκατάστασης κ.ά.».
1 Κ. Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», στον Μαρξ – Ενγκελς: «Διαλεχτά έργα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τόμος Α`, σελ. 245.
2 Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 483
3 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XII, σελ. 415
4 Δημ. Πουρνάρα: «Ιστορία του Αγροτικού Κινήματος εν Ελλάδι», εκδόσεις ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΝ 1931, σελ. 39
5 Δ. Μπούσδρα: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1- 2
6 Αλέξανδρου Παπαναστασίου: «Μελέτες – Λόγοι – Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα ΑΤΕ, τόμος Α`, σελ. 61
7 «Η εξέγερση του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 11-12
8 Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910 – Τρίκαλα 1925», εκδόσεις «Αλφειός», Αθήνα 1985, σελ. 61
9 Γ. Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις «Θουκυδίδης», σελ. 219- 220 και Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 193
10 «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», τόμος Α1, σελ. 81
11 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ`, σελ. 75-76
12 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XIII, σελ. 500
13 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Αγροτικού Κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 284-285
14 Αλέκου Κουτσούκαλη: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ 1918-1928», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 165
15 «Το ΚΚΕ – Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α`, σελ. 9
16 στο ίδιο, σελ. 126
17 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α`, σελ. 132
18 Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910 – Τρίκαλα 1925», εκδόσεις «Αλφειός», Αθήνα 1985, σελ. 84-85
19 Χρ. Βραχνιάρη, στο ίδιο, σελ. 92-93
20 Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1923- 27», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 123
21 Χρ. Βραχνιάρη, στο ίδιο, σελ. 107-108
22 Χρ. Βραχνιάρη: «Η Αγροτική λαϊκή εξέγερση του 1925 στα Τρίκαλα», Εκδόσεις «Πανόραμα», Αθήνα 1978, σελ. 79-80
23 Χρ. Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910 – Τρίκαλα 1925», εκδόσεις «Αλφειός», Αθήνα 1985, σελ. 128
24 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Α`, σελ. 164
Ένα άρθρο του Γιώργου ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου